词典论坛联络

   葡萄牙语 希腊语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

短语
acordo 名词
法律 συμφωνία; συναίνεση; συγκατάθεση; συμβόλαιον; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβατική διευθέτηση
法律, 劳动法 σύμφωνο
acordos legal 名词
环境 συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος
acordos homologação judicial 名词
环境 κοινή συμφωνία
acordo administrativo 名词
环境 συμφωνία διοικητικής φύσεως
acordo UE 名词
经济 συμφωνία (ΕE)
Acordo entre o Governo dos Estados Unidos da America e a Comunidade Europeia respeitante as pescaria: 1 短语, 1 学科
法律1