词典论坛联络

   德语
Google | Forvo | +
名词 | 动词 | 短语
Stein m m -(e)s, -e
医疗的 πέτρα; λίθος; σύγκριμα
建造 οπτόπλινθος
机械工程 στοιχείο ολίσθησης; ολισθητήρας
林业 βράχος
Stein 动词
医疗的 σπόρος; σπόριο; κουκούτσι; πυρήνας καρπού
Stein- 动词
医疗的 λιθώδης
Stein: 72 短语, 17 学科
农业2
冶金9
化学5
医疗的4
地球科学8
建造4
数学1
文化学习3
材料科学1
林业1
煤炭5
环境3
生命科学1
经济1
统计数据4
自然科学3
行业17