词典论坛联络

   英语 希腊语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

形容词 | 缩写 | 短语
primary ['praɪm(ə)rɪ] 形容词
一般 πρωτοταγής; δημοτικό σχολείο; στοιχειώδης
医疗的 πρωτεύων; αρχικός
机械工程 πρωτεύων,πρωτεύουσα,πρωτεύον
电子产品 πρωτεύουσα πλευρά
自然科学, 航天 πρωτεύοντας αστέρας
运输 επαγωγέας; στάτωρ
primary ['praɪm(ə)rɪ] 缩写
医疗的 πρωταρχικός
 英语 词库
primary ['praɪm(ə)rɪ] 缩写
缩写, 聚合物 pr; prim.
缩写, 航空 PRI; PRIM
primary gravity: 1 短语, 1 学科
生命科学1