词典论坛联络

   英语 希腊语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

名词 | 动词 | 短语
plough [plau] 名词
农业 άροτρο
林业 οργώνω
煤炭 μηχανή κατάτμησης με πλάνη ή με βωλοκόπο
行业 εκσκαφέας με άροτρο; μηχανή ξεχονδρίσματος
行业, 建造 μηχανή ξακρίσματος του χαρτιού
通讯 περικοπτική μηχανή; κόφτρα
ploughing ['plauɪŋ] 动词
农业 όργωμα; άροσις; άροση
电子产品, 建造 ταφή υποβρύχιου καλωδίου
 英语 词库
plough [plau] 名词
美式英语 plow (cambridge.org Shabe)
plough for cable: 2 短语, 2 学科
农业1
自然科学1