词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
gravel ['græv(ə)l] 名词
医疗的 ψαμμίαση; αεροκύστη; αεροφόρος θάλαμος
建造 χαβαροτσιάκκιλο
材料科学, 建造 θραυστό σκύρο
环境 λατύπη/χαλίκι/αμμοχάλικο/ψαμμίαση
生命科学 χάλικες
运输 χαλίκι; λιθοτρίμματα λατομείου; σκύρα
gravel A mixture of rock fragments and pebbles that is coarser than sand ['græv(ə)l] 名词
环境 λατύπη; αμμοχάλικο; χαλίκι; ψαμμίαση
 英语 词库
gravel ['græv(ə)l] 缩写
缩写 gvl
缩写, 石油/石油 grav
缩写, 矿业 g
gravel: 53 短语, 10 学科
一般1
化学1
医疗的2
地球科学1
建造10
林业4
环境5
生命科学13
自然科学1
运输15