| |||
εκτροπή; παρέκκλιση; χρωματοσωματική ανωμαλία (aberratio); χρωματοσωμική βλάβη (aberratio); απόκλιση; σφάλμα | |||
ατελής διάθλασις ή συγκέντρωσις των ακτίνων υπό του φακού; το σφάλμα του φακού | |||
αποπλάνηση; γωνία αποπλάνησης | |||
διάυλαση (refractio) |
aberration: 47 短语, 10 学科 |
一般 | 1 |
医疗的 | 25 |
卫生保健 | 2 |
地球科学 | 2 |
文化学习 | 1 |
物理科学 | 7 |
生命科学 | 6 |
电子产品 | 1 |
自然科学 | 1 |
运输 | 1 |