词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
franchising ['fræntʃaɪzɪŋ] 名词
商业, 经济 δικαιοχρησία; μίσθωση επιχειρηματικής οργάνωσης; παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στη διανομή
经济 δικαιόχρηση
 英语 词库
franchising ['fræntʃaɪzɪŋ] 名词
商业, 经济 franchising
franchising: 9 短语, 4 学科
一般1
商业1
营销5
财政2