词典论坛联络

   德语 希腊语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

名词 | 动词 | 短语
Verordnung f f =, -en
法律 διάταγμα; κανονιστική απόφαση; κανονιστική πράξη
环境 διάταξη; διάταξη/κανονισμός; ρύθμιση
经济 κανονισμός
Verordnung EU f
经济 κανονισμός
Verordnung 动词
医疗的 συνταγή
Verordnung Nr. 861: 1 短语, 1 学科
国际私法1