variable | |
一般 | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
数学 | μεταβλητής; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών; μεταβλητών |
微软 | μεταβλητή |
energy | |
一般 | ενεργητικότητα |
| |||
ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος | |||
μεταβλητής; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών | |||
| |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητή (A named storage location capable of containing data that can be modified during program execution) | |||
μεταβλητών | |||
英语 词库 | |||
| |||
vrbl | |||
var. | |||
A quantity or condition whose value is subject to change and can usually be measured |
variable energy: 1 短语, 1 学科 |
能源行业 | 1 |