词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
trunk [trʌŋk] 名词
一般 κορμός δέντρου
农业 κατακόρυφη δίοδος διαφυγής; φρεάτιο προσπέλασης καταστρωμάτων; κορμός
农业, 行业, 建造 Κορμός
医疗的 προβοσκίδα; κορμός (truncus); στέλεχος (truncus)
地球科学 χοάνη σίφωνα; προβοσκίδα σίφωνα
林业 στέλεχος
电子产品 ζεύκτης
统计数据, 通讯, 科学的 γραμμή
行业, 建造 μπαούλο
运输 χώρος αποσκευών; κορμός δένδρου; κιβώτιο
通讯 ζεύξη
 英语 词库
trunk [trʌŋk] 缩写
缩写 trk
trunk: 364 短语, 14 学科
一般4
信息技术54
农业5
医疗的63
技术1
文化学习1
林业2
环境4
电子产品58
经济1
自然科学6
行业5
运输16
通讯144