|
|
一般 |
τερματικά |
统计数据, 财政, 电子产品 |
πόλοι |
|
|
一般 |
πόλοςηλεκτρικός; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό |
信息技术 |
τηλεπικοινωνιακό τερματικό |
信息技术, 电子产品 |
τερματικός σταθμός; μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή |
医疗的 |
ακραίος; ληκτικός; τελικός |
技术, 能源行业 |
ακραίος σταθμός |
机械工程, 电子产品 |
ακροδέκτης σπινθηριστή |
电子产品 |
ακροδέκτης συσσωρευτή |
统计数据, 电子产品 |
ακροδέκτης |
自然科学, 农业 |
ακραίο μερίστωμα; σημαίο ανάπτυξης |
航天, 运输 |
Ακροδέκτης |
运输 |
τελευταία στάση; αεροσταθμός ; σταθμός επιβιβάσεως/αποβιβάσεως |
|
|
一般 |
ακροδέκτης |
|
|
电子产品 |
συνδετικός ακροδέκτης |
|
英语 词库 |
|
|
军队, 缩写 |
tml |
缩写, 信息技术 |
trml |
缩写, 汽车 |
TERM/term |
美国 |
A facility designed to transfer cargo from one means of conveyance to another (JP 4-01.6) 亦见 facility |
航空, 缩写 |
trlm |
|
|
缩写, 保险 |
trm |
缩写, 文件扩展名 |
.trm (file name extension) |
|
|
军队 |
technical evaluation and research for the mitigation of nuclear induced effects |