short | |
财政 | ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου |
地球科学 电子产品 | να βραχυκυκλωθεί |
材料科学 化学 | λιγνό; ψιλό |
农业 行业 建造 | ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους |
shorts | |
林业 | κοντοκομμένα |
农业 | υποπροϊόν μύλου |
loop | |
通讯 | βρόχος |
电子产品 | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
医疗的 | βρόγχος; βρόχος |
行业 建造 | βοστρυχώνω |
微软 | βρόχος |
运输 | ανακύκλωση; περιφερειακή οδός |
continuous | |
一般 | συνεχές |
医疗的 | επίμονος |
inductive | |
统计数据 电子产品 | επαγωγικός |
| |||
ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους | |||
λιγνό; ψιλό | |||
ακάλυπτος m; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου | |||
| |||
υποπροϊόν μύλου | |||
κοντοκομμένα | |||
κοντό παντελόνι; σορτς m | |||
| |||
να βραχυκυκλωθεί | |||
| |||
υποπροϊόν άλεσης | |||
| |||
Βραχυκύκλωμα | |||
ανοιχτή πώληση | |||
| |||
βραχύχρονη; βραχύχρονο; βραχύχρονος; κοντή; κοντό; ξαφνικά; κοντός | |||
英语 词库 | |||
| |||
sh | |||
| |||
short circuit | |||
Short Stature, Hyperextensibility Of Joints Or Hernia Or Both, Ocular Depression, Rieger Anomaly, Teething Delayed | |||
| |||
S |
short-loop continuous inductive : 2 短语, 1 学科 |
信息技术 | 2 |