词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

短语
propellant [prə'pelənt] 名词
化学 καύσιμο προωθητικό υλικό; προωστική ύλη; προωστικό
环境 προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη
行业 προωθητικό μέσο; προωθητήριο; προωθητική ύλη
运输, 航空, 能源行业 προωθητικό
食品工业, 化学 προωστικός παράγων
propellant A gas used in aerosol preparations to expel the liquid contents through an atomizer [prə'pelənt] 名词
环境 προωθητικό; προωστική ύλη
propellants 名词
食品工业 προωστικοί παράγοντες
 英语 词库
propellant [prə'pelənt] 名词
军队, 缩写 prop
propellant: 55 短语, 10 学科
一般11
化学21
医疗的1
技术1
机械工程2
煤炭2
环境6
能源行业1
行业3
运输7