parallel | |
一般 | παράλληλη; παράλληλο |
医疗的 | παράλληλος |
Datum | |
信息技术 | Δεδομένο |
data | |
微软 | δεδομένα |
统计数据 | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
地球科学 | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
数学 | δεδομένα |
技术 建造 | γραμμή βάσεως |
controller | |
通讯 运输 | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
地球科学 机械工程 | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
机械工程 | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
农业 | χειριστήριο |
微软 | ελεγκτής |
| |||
παράλληλος f | |||
| |||
παραλληλισμός | |||
| |||
παράλληλη; παράλληλο | |||
英语 词库 | |||
| |||
par | |||
| |||
P |
parallel : 7 短语, 4 学科 |
商业 | 1 |
机械工程 | 2 |
电子产品 | 1 |
运输 | 3 |