词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

名词 | 动词 | 短语
motor ['məutə] 名词
医疗的 κινητήρας; κινητήριος; κινητικός νευρώνας
医疗的, 药店 κινητικό (motoricus); κινητικός (motoricus)
林业 μοτέρ
统计数据, 电子产品 ηλεκτροκινητήρ; ηλεκτροκινητήρας
运输 μηχανή
motoring ['məut(ə)rɪn] 动词
机械工程 περιστροφή του κινητήρα χωρίς ανάφλεξη; περιστροφή χωρίς ανάφλεξη; εσωτερικός καθαρισμός στροβιλοκινητήρα με περιστροφή χωρίς ανάφλεξη
 英语 词库
motor ['məutə] 名词
军队, 缩写 mo
缩写, 军队 military characteristics
缩写, 聚合物 mtr
MOTOR ['məutə] 缩写
缩写, 军队, 航空 mobile oriented triangulation of reentry
motor base: 1 短语, 1 学科
机械工程1