magnetic | |
一般 | μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός |
research | |
一般 | ερευνώ |
环境 | έρευνα |
corporation | |
一般 | νομικό πρόσωπο |
法律 经济 地球科学 | εταιρεία κεφαλαίων; ανώνυμη εταιρική επιχείρηση; εταιρία κεφαλαίου |
| |||
μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός | |||
英语 词库 | |||
| |||
magn | |||
susceptibility | |||
mag |