词典论坛联络

Google | Forvo | +
名词 | 动词 | 短语

lime

[laɪm] 名词
农业 μοσχολέμονο n
化学 άσβεστ́ος f
医疗的 μονοξείδιο του ασβεστίου; καυστικό ασβέστιο; ασβέστης m
地球科学 ασβεστόλιθος m
地球科学, 化学 άνυδρος ασβέστης; ασβέστης μη σβησμένος; μη εσβεσμένη άσβεστος; συνηθισμένος ασβέστης
林业 φλαμούριά f; φιλύρα f (γένος Tilia)
生命科学, 食品工业 φιλύρα ; φλαμουριά ; τίλιο ; φλαμούρι
自然资源和野生动物保护, 农业 γλυκολέμονο n
lime Any of various mineral and industrial forms of calcium oxide differing chiefly in water content and percentage of constituent such as silica, alumina and iron [laɪm] 名词
环境 άσβεστ́ος f
liming ['laɪmɪŋ] 动词
行业, 建造 ασβέστωση; ασβετοποίηση
 英语 词库
lime [laɪm] 缩写
缩写, 石油/石油 li
LIME [laɪm] 缩写
缩写 Laser-Induced Magnetic Emissions
缩写, 苏格兰语 Lightweight In-Stride Mine Extractor
Lime [laɪm] 缩写
缩写, 石油/石油 limestone
lime
: 191 短语, 18 学科
一般4
农业25
冶金6
劳动法2
化学50
医疗的14
地球科学17
建造10
机械工程1
材料科学1
林业3
爱好和消遣1
环境7
生命科学14
矿业1
自然科学5
行业26
运输4

增加 | 报告错误 | 获取短网址