词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
insulator ['ɪnsjuleɪtə] 名词
劳动法 εγκαταστάτης μονώσεως ήχου; μονωτής λεβήτων και σωλήνων
医疗的 μονωτής; στοιχείο μονωτής
地球科学, 化学 απομονωτήρας
电子产品 μονωτικό υλικό; μονωτήρας
经济 μονωτικό
insulator: 91 短语, 13 学科
一般1
信息技术3
农业2
劳动法1
化学1
医疗的2
地球科学1
技术3
材料科学2
电子产品57
行业2
运输14
通讯2