![]() |
| -function | |
| 信息技术 | λειτουργία |
| function | |
| 一般 | λειτουργώ |
| 医疗的 | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| 微软 | λειτουργία; συνάρτηση |
| 信息技术 | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
| access | |
| 一般 | έχω πρόσβαση |
| 通讯 | πρόσβαση |
| 医疗的 | είσοδος; προσέγγιση; πρόσβαση; κρίση; παροξυσμός; προσβολή |
| 农业 建造 | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
| button | |
| 市政规划 | κουμπί |
| 地球科学 电子产品 | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
| 爱好和消遣 | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
| 电子产品 | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
| 医疗的 | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
| λειτουργώ | |||
| συνάρτηση f; συναρτησιακή διαδικασία | |||
| λειτουργία f; λειτουργώ λειτούργησα; έργο n | |||
| λειτουργία f (A data service operation that is bound to a URI that does not have a side-effect on data exposed by the data service); συνάρτηση f (A prewritten formula that simplifies the process of entering calculations and enables the user to use formulas that might be difficult to build from scratch) | |||
| |||
| λειτουργία f | |||
| |||
| λειτουργία | |||
| 英语 词库 | |||
| |||
| fct; fctn; func | |||
| fun | |||
| The broad, general, and enduring role for which an organization is designed, equipped, and trained (JP 1) | |||
|
function access : 3 短语, 1 学科 |
| 通讯 | 3 |