![]() |
enter | |
财政 | εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ |
财政 经济 会计 | καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω |
营销 教育 劳动法 | εγγράφω |
-do | |
微软 | υποχρέωση, εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία, υποχρέωση |
Do | |
微软 | Εκκρεμής εργασία |
| |||
εγγράφω | |||
εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ | |||
| |||
εισάγω (To enter information by means of the keyboard or other input method) | |||
| |||
καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω | |||
英语 词库 | |||
| |||
Enter Stack Frame | |||
Equivalent National Tertiary Entrance Rank; European Network for Training in Economic Research (Anglophile) |
enter DOS: 2 短语, 2 学科 |
信息技术 | 1 |
环境 | 1 |