词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
名词 | 名词 | 短语
earnings ['ɜ:nɪŋz] 名词
一般 κέρδη
经济 δεδουλευμένο εισόδημα; εισόδημα από εργασία; εισόδημα εργασίας; εισόδημα προερχόμενο από εργασία; εργατικό εισόδημα
财政 έσοδα
财政, 劳动法 αποδοχές
 英语 词库
earnings ['ɜ:nɪŋz] 名词
商业活动 A company's earnings are its after-tax net income. (investopedia.com A.Rezvov)
earnings: 120 短语, 18 学科
一般3
会计9
保险3
农业3
劳动法8
商业2
商业活动3
国际贸易1
安全系统2
政治1
法律7
移民和公民身份1
税收1
经济20
统计数据9
营销21
财政25
运输1