词典论坛联络

   英语 +
Google | Forvo | +

短语

controller

[kən'trəulə] 名词
农业 χειριστήριο n
地球科学, 机械工程 βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως
微软 ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results)
数据处理 υπεύθυνος της επεξεργασίας
机械工程 ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου
电子产品 διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f
运输 υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m
运输, 地面部队, 电子产品 ελεγκτής m
通讯, 运输 συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως
 英语 词库
controller [kən'trəulə] 名词
军队, 缩写 con; ctlr
技术, 缩写 ctrl
缩写, 电子产品 cont
航空, 加拿大 A person holding a valid licence to control air traffic
controller of
: 9 短语, 5 学科
一般1
信息技术4
机械工程1
财政2
通讯1