controller | |
通讯 运输 | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
地球科学 机械工程 | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
机械工程 | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
农业 | χειριστήριο |
微软 | ελεγκτής |
decision | |
经济 | απόφαση |
evaluation | |
环境 | αξιολόγηση |
| |||
χειριστήριο | |||
βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
ελεγκτής (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας | |||
υπολογιστής; διαχειριστής; πληρεξούσιος | |||
ελεγκτής | |||
συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
英语 词库 | |||
| |||
con; ctlr | |||
ctrl | |||
cont | |||
A person holding a valid licence to control air traffic |
controller decision: 1 短语, 1 学科 |
财政 | 1 |