词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
短语
cock [kɒk] 名词
一般 πέος
农业 αλέκτωρ; πετεινός
机械工程 στρόφιγγα με στροφέα
材料科学, 机械工程 δικλείδα; στρόφιγγα
畜牧业 αλέκτορας (Gallus); κόκορας (Gallus); πετεινός (Gallus)
行业 γέφυρα του ταλαντευτήρα
to cock [kɒk] 名词
运输, 机械工程 να οπλισθεί; να ενεργοποιηθεί
 英语 词库
cock [kɔk] 缩写
缩写 cockpit
COCK [kɔk] 缩写
缩写 Chamber Of Clark Kent
cock: 137 短语, 11 学科
农业20
冶金1
化学5
医疗的7
机械工程49
材料科学2
环境1
能源行业1
自然科学2
自然资源和野生动物保护5
运输44