词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
名词 | 动词 | 短语
bore [bɔ:] 名词
一般 εσωτερική διάμετρος κυλίνδρου
地球科学 υδραυλικό άλμα στην παράκτια ζώνη; κύμα αποτόμου μετώπου
煤炭 διαμέτρημα; κυλινδρικός θάλαμος έκρηξης
石油/石油 ερευνητική γεώτρηση
自然科学, 农业 σύραγξ ξυλοφάγου,οπή ξυλοφάγου
运输, 技术 εσωτερική διάμετρος
运输, 行业 εσωτερική διάμετρος κυλίνδρων
to bore [bɔ:] 名词
一般 διατρύω; τρυπάω
冶金, 机械工程 διανοίγω οπή; τρυπανίζω; τρυπώ
机械工程 λειαίνω εσωτερικά ένα κυκλικό άνοιγμα
bear [beə] 动词
冶金 σαλαμάντρα
经济 άρκτος
自然资源和野生动物保护 αρκούδα
财政 κερδοσκόπος; κερδοσκόπος που προβλέπει πτώση τιμών; υποτιμητής
bears 动词
自然资源和野生动物保护 αρκούδες (Ursidae)
 英语 词库
BORE [bɔ:] 名词
技术 beryllium oxide reactor experiment
缩写 Break Once Run Everywhere
bore: 89 短语, 23 学科
一般8
养鱼(养鱼)1
农业2
冶金14
化学2
医疗的1
国际贸易1
地球科学4
建造2
技术1
政治1
机械工程10
煤炭4
环境2
生命科学1
石油/石油1
科学的2
经济1
自然科学2
自然资源和野生动物保护10
航天1
行业6
财政12