词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
- 只找到单语

名词 | 动词 | 短语
blending ['blendɪŋ] 名词
机械工程 προσαρμογή
blend [blend] 动词
一般 ανάμιξη
农业 οίνος εξ αναμίξεως; μίγμα
医疗的 μίγμα; κράμα; αναμιγνύω ανέμιςα; συγχωνεύω συγχώνεψα
煤炭, 冶金 ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα
电子产品 μείξη
食品工业 οίνος ανάμιξης
blending ['blendɪŋ] 动词
农业 ανάμιξη
农业, 食品工业 σύμμειξη
化学, 电子产品 μίξη ανθράκων κατά αναλογία
机械工程 ρύθμιση εφαρμογής
行业, 建造 χαρμάνιασμα
运输 συνδυασμός φρένων δυναμικού μηχανισμού και τριβής
to blend [blend] 动词
医疗的 αναμιγνύω
 英语 词库
blend [blend] 缩写
缩写, 石油/石油 blnd
BLEND [blend] 动词
油和气 blending master control block
blending master: 2 短语, 1 学科
农业2