Automatic | |
微软 | Αυτόματο |
automatic | |
一般 | αυτόματη; αυτόματο |
微软 | αυτόματος |
synchronous | |
医疗的 | σύγχρονος |
微软 | σύγχρονος |
control | |
生命科学 技术 | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
电子产品 | χειρισμός |
材料科学 | οδηγώ |
数学 | έλεγχος |
技术 建造 | διατομή; τμήμα ελέγχου |
微软 | στοιχείο ελέγχου |
经济 | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
运输 | όργανο χειρισμού |
of | |
一般 | από |
intelligence | |
一般 | πληροφορίες |
通讯 | είδηση' γνώση' πληροφορία |
医疗的 | ευφυΐα; νοημοσύνη |
Information | |
一般 | Πληροφορία |
information | |
一般 | πληροφορίες |
通讯 | πλαίσια πληροφορίας |
商业活动 劳工组织 劳动法 | ενημέρωση |
数学 | πληροφορία |
微软 | πληροφορία |
环境 | στοιχεία |
经济 | πληροφόρηση |
| |||
αυτόματη; αυτόματο n | |||
αυτόματος (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος | |||
| |||
Αυτόματο n (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
英语 词库 | |||
| |||
combustion control |
automatic : 24 短语, 3 学科 |
信息技术 | 4 |
电子产品 | 11 |
通讯 | 9 |