词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
动词 | 形容词 | 短语
annealing [ə'ni:lɪŋ] 动词
冶金 πλήρης ανόπτηση
医疗的 υβριδοποίηση νουκλεϊκών οξέων
卫生保健, 畜牧业 αποδιάταξη
电子产品 αποσκλήρυνση με πυράκτωση
行业, 建造, 冶金 ανόπτησις
行业, 建造, 化学 ανόπτηση
anneal [ə'ni:l] 动词
医疗的 επιφλόγιση; πυρακτώνω
地球科学, 冶金, 电子产品 επαναφορά
to anneal 动词
行业, 建造, 冶金 ανοπτώ
 英语 词库
annealed [ə'niːld] 形容词
管道, 缩写 an
缩写, 聚合物 ann
annealed: 104 短语, 9 学科
一般6
信息技术1
冶金57
化学5
地球科学1
材料科学1
电子产品6
行业26
通讯1