词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
名词 | 动词 | 动词 | 短语
stock [stɔk] 名词
一般 εφοδιάζω
stock [stɔk] 动词
农业 υποκείμενο
农业, 行业, 建造 ξύλα ειδικών διαστάσεωνκατά παραγγελίαν
冶金 φορτίο πρώτης ύλης; πρώτη ύλη
市政规划 κοντή λαβή
技术, 行业, 建造 πολτοαιώρημα
煤炭, 电子产品 απόθεμα άνθρακα; χώρος αποθήκευσης άνθρακα
爱好和消遣, 行业, 建造 κόπανος
生命科学, 农业 έρριζα υποκείμενα
畜牧业 θρέμματα; αριθμός ζώων; αριθμός κτηνών; βοσκήματα; δύναμη κοπαδιού; ζωικό κεφάλαιο
矿产品, 养鱼 ιχθυαπόθεμα; απόθεμα ιχθύων
经济 απόθεμα
行业, 建造 περιλαίμιο-λαιμοδέτης
财政 μετοχή; χρεόγραφα; αποθέματα; αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία
运输, 航海, 养鱼 τσίπος άγκυραςκν.; στύπος άγκυρας
通讯 αποθέματα βιβλιοπώλη
stocking ['stɔkɪŋ] 动词
一般 συσσώρευση
农业 πυκνότητα φύτευσης
环境 αποθεματοποίηση
自然科学 επανεισαγωγή
行业, 建造 κάλτσες; περιπόδια
stocks 动词
会计 αποθέματα
营销, 财政 αποθεματικά
运输 εσχάρια; σκαριά
stocking To keep a supply accumulated for future use, term mainly used for goods 动词
环境 αποθεματοποίηση
stock biological 动词
环境 απόθεμα βιολογικός όρος
 英语 词库
stock [stɔk] 缩写
缩写 exchange; s
缩写, 汽车 STK/Stk.
缩写, 聚合物 stk
stocks 动词
军队, 后勤 Quantity of actually owned articles for future use, and managed according to their employment or destination stocks pertain to the quantity of supplies and material on hand, ready for use. (FRA)
Stock. 动词
法律 Stockton's Admiralty Reports, New Brunswick
缩写 Stockton's Admiralty Reports
Stocks: 960 短语, 51 学科
一般18
人口统计学6
会计6
保险3
信息技术1
养鱼(养鱼)33
农业104
冶金37
劳动法2
化学9
医疗的13
卫生保健5
商业2
商业活动2
国际贸易4
地球科学3
工作流程2
建造1
微软1
技术10
政治4
文化学习1
机械工程13
材料科学4
林业4
核物理1
法律22
煤炭2
爱好和消遣1
环境14
生命科学1
电子产品3
畜牧业4
皮革2
石油/石油3
矿产品5
社会科学2
移民和公民身份1
税收3
经济59
统计数据10
能源行业7
自然科学9
自然资源和野生动物保护3
药店2
营销61
行业43
财政289
贸易联盟1
运输117
通讯7