词典论坛联络

   英语 希腊语 +
Google | Forvo | +

名词 | 动词 | 短语

scaling

['skeɪlɪŋ] 名词
医疗的 απολέπισις f
林业 ταξινόμηση f; κατάταξη f
scalings 名词
冶金 λέπια n
scaling ['skeɪlɪŋ] 动词
信息技术 αλλαγή κλίμακας; κλιμακοποίηση
农业 κυβισμός
冶金 λέπια οξειδίων; αποκοπή στρώματος σκουριάς; οξυγόνωση; σκωρίωση
化学 απολέπιση
医疗的 αποφολίδωσις
技术 δημιουργία λεβητολίθου
机械工程 επικάθιση αλάτων
材料科学, 建造 αποφλοίωση
电子产品 αναγωγή σε κοινή κλίμακα
财政, 电子产品 κλιμακοθέτηση
scale [skeɪl] 动词
微软 κλίμακα (To enlarge or reduce the display of an item, such as a drawing or a proportional character font, by adjusting its size proportionally)
Scaling
: 95 短语, 24 学科
一般2
信息技术15
养鱼(养鱼)1
农业6
冶金8
劳动法1
化学6
医疗的4
地球科学3
微软2
技术2
机械工程5
材料科学1
林业5
环境1
生命科学2
电子产品7
经济1
统计数据4
自然科学6
行业1
贸易联盟1
运输10
通讯1