词典论坛联络

Google | Forvo | +

动词 | 名词 | 短语

refining

[rɪ'faɪnɪŋ] 动词
一般 διεργασία εξευγενισμού
农业, 食品工业 εξευγενισμός της ζάχαρης; ραφινάρισμα της ζάχαρης
冶金, 电子产品 εκλέπτυνση; καθαρισμός
化学 διαύγαση
林业 τριβή του πολτού
环境 διύλιση/διαύγαση/εξευγενισμός/ραφινάρισμα
石油/石油 ραφινάρισμα; εξευγενισμός
to refine [rɪ'faɪn] 动词
农业 διυλίζω; ραφινάρω
冶金, 电子产品 εξευγενίζω; καθαρίζω
refining The processing of raw material to remove impurities [rɪ'faɪnɪŋ] 动词
环境 διύλιση; διαύγαση; εξευγενισμός; ραφινάρισμα
refine [rɪ'faɪn] 动词
一般 διϋλίζω
 英语 词库
refining [rɪ'faɪnɪŋ] 缩写
缩写, 石油/石油 refg
Refining
: 66 短语, 18 学科
一般1
信息技术1
农业4
冶金16
化学6
技术1
机械工程1
核物理1
煤炭2
环境8
电子产品4
石油/石油1
糖生产1
经济2
统计数据4
能源行业3
行业9
财政1

增加 | 报告错误 | 获取短网址