登录
|
Chinese
|
使用条款
词典
论坛
联络
英语
⇄
世界语
中国台湾语言
中文
中文简体
丹麦语
乌克兰语
乌兹别克语
俄语
保加利亚语
匈牙利语
南非荷兰语
土耳其语
塞尔维亚拉丁语
希腊语
德语
意大利语
拉脱维亚语
挪威博克马尔语
捷克语
斯洛伐克语
斯洛文尼亚语
日语
朝鲜语
法语
波兰语
爱尔兰语
爱沙尼亚语
瑞典语
立陶宛语
罗马尼亚语
芬兰语
苏格兰盖尔语
英语
荷兰语
葡萄牙语
西班牙语
阿拉伯语
马耳他语
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
名词
|
动词
|
短语
offset
['ɔf'set]
名词
信息技术
από συμφώνου κλείδα
农业, 机械工程
μηχανισμός επαναφοράς του βαγονέτου που φέρει το κορμοτεμάχιο προς πρίσιν
冶金
σφάλμα μετατόπισης
冶金, 机械工程
απόσταση επιφανειών αποβλίττου
建造
μετατόπιση
机械工程
απόκλιση παραλληλότητας αξόνων
;
διάταξη κοπτικών οδόντων
电子产品
κακή αξονική ευθυγράμμιση
行业
κηλίδωση
财政
αντισταθμιστικό όφελος
;
συμψηφίζω
运输, 电子产品
διαφορά φάσεως
;
χρονική μετατόπιση
通讯
όφσετ
;
κυλινδροχαλκογραφία
to
offset
名词
机械工程
εξομάλυνση χρονυστέρησης αντλιών
财政
αντισταθμίζω
offset
['ɔf'set]
动词
一般
έναρξη
offsetting
动词
会计
συμψηφισμός
;
συμψηφίζω
通讯
αποβαφή
;
μουτζούρωμα
英语 词库
Offset
['ɔf'set]
名词
媒体, 缩写
O
offset
['ɔf'set]
名词
军队, 缩写
o/s
;
ofs
缩写, 库页岛
ofst
Offset:
232 短语
, 26
学科
一般
1
会计
2
信息技术
7
农业
17
冶金
10
劳动法
2
化学
7
地球科学
2
微软
2
技术
1
机械工程
19
材料科学
2
法律
4
环境
11
生命科学
5
电子产品
36
纺织工业
1
经济
4
自然科学
1
自然资源和野生动物保护
1
营销
5
行业
13
财政
9
运输
14
通讯
54
银行业
2
增加
|
报告错误
|
获取短网址
|
语言选择诀窍