|
|
一般 |
πλήρωση |
信息技术 |
φορτώνω |
冶金 |
στερέωση και ευθυγράμμιση; κλείσιμο; έδραση στοιχείων για συγκόλληση |
技术, 行业, 建造 |
πρόσθετο υλικό; επιβαρυντικό |
木材加工 |
συγκράτηση; απορρόφηση |
林业 |
εκφόρτωση |
煤炭 |
γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών; ξεμπάζωμα |
电子产品 |
πουπινισμός |
统计数据 |
φόρτωση |
行业, 建造 |
επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
行业, 建造, 冶金 |
ειδική τηκτική ικανότητα |
运输 |
φόρτωσις; φορτίο; αμαξιά; γέμισμα |
运输, 材料科学 |
κατανομή φόρτισης |
通讯 |
φόρτιση; εισαγωγή κασέτας |
|
英语 词库 |
|
|
缩写, 保险 |
lg; load. |
|
|
军队, 后勤 |
The process of putting personnel, matériel, supplies and other freight on board ships, aircraft, trains, road vehicles or other means of conveyance. Related term: embarkation. Note: In French, the word "Chargement" excludes personnel. (FRA) |
军队, 缩写 |
ldg |
缩写 |
leg (Vosoni) |