词典论坛联络

   英语
Google | Forvo | +
名词 | 动词 | 名词 | 短语
latch [læʧ] 名词
农业, 机械工程 άγκιστρο; γάντζος
地球科学, 机械工程 ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα; σύρτωση
市政规划 μάνταλο με στρόφιγγα
机械工程 κλείστρο; μάνδαλος; καστάνια; μάνδαλο; νύχι; άγκιστρο αναστολέας
电子产品 κύκλωμα εγκλωβισμού; κύκλωμα μανδάλωσης
运输, 机械工程 στροφέας ασφάλισης
latching ['læʧɪŋ] 动词
信息技术, 数据处理 "με κλείδωμα"
机械工程 καστάνια
 英语 词库
LATCH [læʧ] 缩写
缩写, 汽车 Lower Anchors and Tethers for Children (название системы крепления детского кресла Zhivaya1313)
LATCH [læʧ] 缩写
缩写, 卫生保健 Latino Access To Coordinated Healthcare; Local Access to Coordinated Healthcare
Latch: 86 短语, 12 学科
一般3
信息技术10
农业3
劳动法2
化学2
市政规划1
技术2
机械工程16
电子产品19
行业7
运输17
通讯4