词典论坛联络

   荷兰语
Google | Forvo | +
其他语言的翻译
丹麦语
塞尔维亚拉丁语
德语
意大利语
法语
英语
葡萄牙语
西班牙语
in
 "in"
财政 συμμετέχουσα χώρα
 indelen
专利 ταξινομώ; κατατάσσω σε κατηγορία
统计数据 στρωματοποιώ
工作流程 信息技术 διευθέτηση
 ingeven
医疗的 卫生保健 畜牧业 διοίκηση
 inhalen
运输 προσπερνώ; προσπέρασμα
 inhouden
保险 προβαίνω σε μία παρακράτηση
 inkomen
环境 έσοδο
经济 εισόδημα
vivo
- 只找到单语

短语
inschakelen 动词
信息技术, 电子产品 ενεργοποίηση
微软 ενεργοποιώ
机械工程, 电子产品 άναμα; εκκίνηση; κλείσιμο διακόπτη
电子产品 ζεύξη; κλείσιμο; θέση σε λειτουργία; κλείσιμο κυκλώματος; σύνδεση
instellen 动词
信息技术 θέτω
机械工程 επιλογή; τοποθετώ; πλησιάζω; ρυθμίζω
inleggen 动词
行业, 建造, 冶金 τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον
行业, 建造, 化学 Φόρτωση γαλαρίας
instellen 动词
运输, 机械工程 να ενεργοποιηθεί; να οπλισθεί
inleggen 动词
通讯 εισαγωγή κασέτας; αφήνω περιθώρια; παρασελιδόνω; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων
inspannen 动词
农业 ζεύω; ζεύγνυμι
invoeren 动词
工作流程, 信息技术 είσοδος αποθήκης
微软 εισάγω
inspannen 动词
机械工程 μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας; στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας
invoeren 动词
行业, 建造, 冶金 τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον; φότσωση; τακτοποίηση γαλαρίας
inspannen 动词
行业, 建造, 化学 σφίγκω; συγκρατώ
inschrijven 动词
一般 καταθέτω προσφορά; υποβάλλω προσφορά
信息技术 επαναφέρω
insmeren 动词
冶金 σπατουλάρω; επικαλύπτω; επιστρώνω; επιχρίω
inzetten 动词
冶金 ενανθράκωση
冶金, 电子产品 τροφοδότηση
insmeren 动词
卫生保健, 畜牧业 λήψη επιχρίσματος
inlopen 动词
地球科学, 机械工程 χρόνος εκκίνησης; ανεπιθύμητη επαφή
inzetten 动词
微软 ανάπτυξη
行业, 建造 συνένωση άκρων με πτύχωση
inlopen 动词
行业, 建造, 冶金 αύξηση πάχουςυαλοπίνακα
inzetten 动词
行业, 建造, 化学 τοποθέτηση σε πυροδοχείο
inschrijven 动词
财政 αποδέχομαι αγορά μετοχών
运输 εγγράφω
inlopen 动词
运输 προσεγγίζω
运输, 政治, 农业 στρώσιμο
intrekken 动词
一般 καθοδικό κύμα
inbinden 动词
一般 βιβλιοδεσία
insteken 动词
冶金, 机械工程 ακτινική τόρνευση εγκοπών
inbinden 动词
材料科学 συνδέω; συναρμολογώ
intrekken 动词
法律 καταργώ
inbinden 动词
通讯 καλύπτω βιβλίο
insteken 动词
通讯 εισάγω; ενθέτω; παρεμβάλλω
intrekken 动词
通讯, 信息技术 ανασύρω; εισέλκω
indelen 动词
专利 ταξινομώ; κατατάσσω σε κατηγορία
inslaan 动词
信息技术, 数据处理 Επαναφορά στο πρσκήνιο
inmaken 动词
农业 συντηρεί
ingraven 动词
农业 πιάνω καλά; μαγκώνω
inmaken 动词
医疗的 κονσερβοποιώ; διατηρώ
ingeschakeld 动词
地球科学, 电子产品 αναμμένο; εντός; συνδεδεμένο
indelen 动词
工作流程, 信息技术 διευθέτηση
invullen 动词
微软 συμπλήρωση; συμπληρώνω
indelen 动词
统计数据 στρωματοποιώ
inslaan 动词
行业, 建造 δίωξη σαΐτας; περνώ υφάδι
ingesloten 动词
一般 μεσόγειος ; περίκλειστος
inrijden 动词
一般 εισαγωγή
instorten 动词
建造 υποσκαφή
inrichten 动词
微软 προμηθεύω; προμήθεια
invoegen 动词
微软 εισαγωγή
inlijsten 动词
文化学习 κορνιζάρω; πλαισιώνω
instorten 动词
材料科学, 冶金 καταρρέω
inkomen 动词
环境 έσοδο
ingesloten 动词
生命科学, 运输 στριμωγμένο
inkomen 动词
经济 εισόδημα
indragen 动词
行业, 建造, 冶金 τακτοποίηση γαλαρίας; φότσωση
inhalen 动词
运输 προσπερνώ; προσπέρασμα
indrukken 动词
运输 παραμορφώνω; βουλιάζω
inrijden 动词
运输, 政治, 农业 στρώσιμο
ingezet 动词
运输, 材料科学 σφιγμένο; σφιγμένο με παραμόρφωση
invoegen 动词
通讯, 运输 είσοδος σε ένα κυκλοφοριακό ρεύμα
indrijven 动词
一般 λιθοκόλληση
inhouden 动词
保险 προβαίνω σε μία παρακράτηση
ingestoken 动词
信息技术 εμβυσματωμένος
innemen 动词
医疗的 πρόσληψη τροφής,υγρού ή φαρμάκου
ingeven 动词
医疗的, 卫生保健, 畜牧业 διοίκηση
insluitend 动词
微软 καθηλωτικός
insluiten 动词
微软 ενσωματώνω
ingestort 动词
教育, 建造 ενσωματωμένος
"in" 动词
财政 συμμετέχουσα χώρα
inkopen 动词
财政 εξαγοράζω
ingerekend 动词
财政 προεξοφλημένος
instappen 动词
运输, 航空 επιβίβαση
ingevoegd 动词
通讯 παρεμβαλλόμενο
in vivo: 16 短语, 3 学科
医疗的11
环境4
药店1