СловникиФорумКонтакти

   Шведська
Google | Forvo | +
до фраз
accelerometer форм.
заг. αισθητήρας επιτάχυνσης; ενδείκτης επιτάχυνσης; επιταχυμετρητής, επιταχύμετρο; επιταχυνσιόμετρο; μετρητής επιτάχυνσης
accelerometer: 1 фраза в 1 тематиці
Землезнавство1