persoană strămutată | |
довк. | εκτοπισθείς |
юр. прав.люд. | εκτοπισμένος; μετακινηθέν άτομο; μετακινούμενο άτομο |
in | |
ек. | λίνο |
| |||
εκτοπισθείς (εκτοπισμένο άτομο) | |||
εκτοπισμένος; μετακινηθέν άτομο; μετακινούμενο άτομο | |||
εκτοπισμένο άτομο; εκτοπισμένο πρόσωπο |
persoana stramutata in interiorul: 1 фраза в 1 тематиці |
Загальна лексика | 1 |