СловникиФорумКонтакти

   Португальська
Google | Forvo | +
до фраз
inhame імен.
ек. ίγναμο
мед.біол., довк., с/г. ίγναμα 2. βατάτα 3. διοσκορία 4. διοσκορεϊδες ή διοσκοριδία όταν στον πληθ. igname ινιάμ (Dioscorea)
с/г. γλυκοφάσουλο (Pachyrrhizus); παχύρριζος ο βολβόρριζος (Pachyrrhizus); ίγναμα (Colocasia esculenta); κόνδυλος της διοσκουρέας (Colocasia esculenta)
inhame: 4 фрази в 2 тематиках
Природничі науки3
Сільське господарство1