СловникиФорумКонтакти

   Латиська
Google | Forvo | +
pārdzīvojušais laulātais
держ. επιζών σύζυγος
проц.пр. πρόσωπο που τελεί σε χηρεία; πρόσωπο που τελεί σε κατάσταση χηρείας