![]() |
transizione | |
ел. | μεταβατική ζεύξη |
комп., Майкр. | εναλλαγή |
мед. | μετάπτωση; μετάβαση |
трансп. | μετάβαση; μεταβατική φάση; μεταβατικό στάδιο |
| |||
μεταβατική ζεύξη | |||
εναλλαγή | |||
μετάπτωση; μετάβαση | |||
μετάβαση; μεταβατική φάση; μεταβατικό στάδιο | |||
μετάπτωση |
transizione: 110 фраз в 23 тематиках |