P | |
ел. | πεδίο αριθμού ακολουθίας λήψης πακέτου; πεδίο αριθμού ακολουθίας εκπομπής πακέτου |
P+ | |
зв’яз. | Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής; P+ |
Pes | |
мед. | άκρος πούς; πους; πόδι; στρεβλός πους |
Німецький тезаурус | |||
| |||
Junction FET | |||
Junction Field-Effect Transistor; Sperrschicht-FET |