СловникиФорумКонтакти

   Французька
Google | Forvo | +
до фраз
tronçonnage m
дерев. εγκαρσία πρίσις
ліс. εγκάρσια τομή
маш. εργασία κοπής σε τεμάχια ορισμένου μήκους
мет. τεμαχισμός
пром., буд. κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
с/г. διαγώνια κοπή
с/г., пром. κοπή
трансп. εγκάρσια κοπή
tronconnage
: 10 фраз в 4 тематиках
Загальна лексика1
Машинобудування1
Металургія6
Сільське господарство2