СловникиФорумКонтакти

   Німецька
Google | Forvo | +
до фраз
Stammkapital n -s, -ien
заг. χρηματιστηριακό κεφάλαιο
фін. μετοχικό κεφάλαιο σε κοινές μετοχές
юр. εταιρικό κεφάλαιο
юр., фін., бізн. μετοχικό κεφάλαιο; ονομαστικό κεφάλαιο
Stammkapital: 7 фраз в 3 тематиках
Маркетинг1
Фінанси4
Юридична лексика2