СловникиФорумКонтакти

   Німецька Грецька
Google | Forvo | +
- знайдено окремі слова

до фраз
Papier [paˈpiːɐ̯] n n -s, -e
довк. ανακοίνωση; αξιόγραφο; έγγραφο; εφημερίδα; τίτλος
ек. χαρτί
фін. τίτλος παραστατικός τίτλος; αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία; χρεόγραφα; χαρτί του τραπεζογραμματίου
Papier zur Durchfuhrung von: 2 фрази в 1 тематиці
Загальна лексика2