![]() |
Papier | |
довк. | ανακοίνωση; αξιόγραφο; έγγραφο; εφημερίδα; τίτλος |
ек. | χαρτί |
Durchführung | |
юр. | εφαρμογή |
| |||
ανακοίνωση; αξιόγραφο; έγγραφο; εφημερίδα; τίτλος | |||
χαρτί | |||
τίτλος παραστατικός τίτλος; αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία; χρεόγραφα; χαρτί του τραπεζογραμματίου |
Papier zur Durchfuhrung von: 2 фрази в 1 тематиці |
Загальна лексика | 2 |