СловникиФорумКонтакти

   Німецька
Google | Forvo | +
Kapitalgüter n
ек., орг.вироб. πάγια κεφάλαια; αγαθά επένδυσης; διαρκή μέσα παραγωγής; εξοπλισμός παραγωγής; επενδυτικά αγαθά
фін., под. κεφαλαιουχικά αγαθά