СловникиФорумКонтакти

   Німецька
Google | Forvo | +
до фраз
Eigenwert m -(e)s, -e
науков. ιδιοτιμές; λανθάνουσες ρίζες
стат. ιδιοτιμή (Eigenvektor); χαρακτηριστική ρίζα (Eigenvektor); λανθάνουσα ρίζα (Eigenvektor, διάνυσμα)
стат., науков. ιδιοάνυσμα
Eigenwert Eigenvektor m
мат. χαρακτηριστική ρίζα; ιδιοτιμή; λανθάνουσα ρίζα (διάνυσμα)
Eigenwerte m
землезн. αυτοτιμές
Eigenwert: 1 фраза в 1 тематиці
Довкілля1