СловникиФорумКонтакти

   Німецька
Google | Forvo | +
до фраз
Depot n -s, -s
комп., Майкр. διαμέρισμα
мед. συσσώρευσις
с/г. ίζημα
фін. αποθήκη; επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση
Depot: 9 фраз в 4 тематиках
Документообіг1
Медицина1
Фінанси6
Хімія1