СловникиФорумКонтакти

   Німецька
Google | Forvo | +
до фраз
Blocken дієсл.
мет. κόλλημα; συγκόλληση
хім. μπλοκάρισμα
IT ομαδοποίηση
Block дієсл. -(e)s, Blöcke
буд. λιθόσωμα; μπλόκι
вуг. τέμαχος
ел. μονάδα της γεννήτριας
енерг. μονάδα θερμοηλεκτρικού σταθμού
ліс. τμήμα δάσους; κορμοτεμάχια ξύλου; κορμοτεμάχιο
мед. αποκλεισμός; καρδιακός αποκλεισμός; φραγμός; εμπόδιο
мет. μη σιδηρούχο πλίνθωμα
мет., ел. όγκος μετάλλου
пром., буд. κορμός; υποστήριγμα
пром., буд., мет. μπλόκ γυαλιού
риб., маш. μακαράς; τροχαλία
с/г. τρόχιλος
с/г., буд. προνομιακή ζώνη κατά το "Block system"
с/г., вуг. διαδοκίς,τραβέρσα,ακατέργαστος κορμός
стат. τμήμα; Μπλόκ; κλάσις; μπλοκ; ομάδα
трансп. ελεύθερη τροχαλία; παλάγκο; σύσπαστο
хобі. συγκρότημα γραμματοσήμων
IT ορθογώνια περιοχή; ψήγμα γνώσης; πλοκάδα
IT, обр.дан. λογική ενότητα; φυσική εγγραφή
Blocken: 136 фраз в 24 тематиках
Вугілля1
Довкілля1
Документообіг1
Економіка3
Електроніка8
Загальна лексика2
Застаріле1
Зв’язок10
Землезнавство1
Інформаційні технології17
Майкрософт1
Математика6
Медико-біологічні науки1
Медицина39
Металургія2
Охорона здоров’я1
Промисловість4
Рибництво1
Сільське господарство1
Статистика11
Транспорт17
Фармація та фармакологія4
Хімія2
Харчова промисловість1