СловникиФорумКонтакти

   Німецька Грецька
Google | Forvo | +
Ausschuss
 Ausschuss
ек. επιτροπή
мет. маш. ακατάλληλο; απόβλητο
пром. буд. ξένες ύλες; ελαττωματικαί οπτόπλινθοι; καθάρισμα; σκούπισμα
тех. дерев. έκτη διαλογή; απορρίμματα; σκύβαλα
| fur
 FUR
мед. φθοροουριδίνη
| die
 Dien
прир.науки хім. διένιο
| Durchfuhrung
 Durchführung
юр. εφαρμογή
| des
 D
мед.біол. хім. ασπαρτικό οξύ
| Aktionsprogramms
 Aktionsprogramm
ек. πρόγραμμα δράσης
der | Gemeinschaft
 Gemeinschaft
мед. κοινότητα
im | Bereich
 Bereich
мед. περιοχή
der | offentlichen
 Öffentlich
комп., Майкр. Δημόσιο
| Ges
 Geste
комп., Майкр. κίνηση
- знайдено окремі слова

до фраз
Ausschuss m
мет., маш. ακατάλληλο; απόβλητο
політ. κοινοβουλευτική επιτροπή
пром., буд. ξένες ύλες; ελαττωματικαί οπτόπλινθοι; καθάρισμα; σκούπισμα
с/г. ξυλεία υπολειμμάτων πρίσεως
тех., дерев. έκτη διαλογή; απορρίμματα; σκύβαλα; υπόλοιπα
юр., труд.пр. επιτροπή
Ausschüsse m
заг. Επιτροπές
Ausschuss EU m
ек. επιτροπή (ΕΕ)
 Німецький тезаурус
Ausschuss m
ек. für wirtschaftliche Verwaltung; zweiseitiger für wirtschaftliche und wissenschaftlich-technische Zusammenarbeit
Ausschuss fur die Durchfuhrung des Aktionsprogramms der Gemeinschaft im Bereich der offentlichen: 1 фраза в 1 тематиці
Охорона здоров’я1