СловникиФорумКонтакти

   Французька
Google | Forvo | +
presse-papiers
заг. πρες παπιέ; χαρτοπιεστήρας
пром., буд. βαρίδι γραφείου; πρεσπαπιέ; αντικείμενο που χρησιμεύει ως βαρίδιο για τη συγκράτηση εγγγράφων
IT, обр.дан. περιοχή αποθήκευσης πρόσφατων διεργασιών
Presse-papiers
комп., Майкр. πρόχειρο